προσαγορεύσεις

προσαγορεύσεις
προσαγόρευσις
address
fem nom/voc pl (attic epic)
προσαγόρευσις
address
fem nom/acc pl (attic)
προσαγορεύω
address
aor subj act 2nd sg (epic)
προσαγορεύω
address
fut ind act 2nd sg
προσαγορεύω
address
aor subj act 2nd sg (epic)
προσαγορεύω
address
fut ind act 2nd sg
προσᾱγορεύσεις , προσαγορεύω
address
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • αγιοσύνη — η αγιότητα· συνηθίζεται σε προσαγορεύσεις προς ιερείς ή επισκόπους: Η αγιοσύνη σου μπορεί να ησυχάσει τα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”